- μαρασκίνο
- και μαρασκινό, τοαλκοολούχο ηδύποτο που παρασκευάζεται με ζύμωση από τους καρπούς ενός είδους αυτοφυούς κερασιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maraschino < marasca «βύσσινο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζαντάρ — (Zadar). Πόλη (69.556 κάτ. το 2001) της Κροατίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.643 τ. χλμ., 165.593 κάτ.). Βρίσκεται στις Δαλματικές ακτές και βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα. Στην εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου αποτέλεσε ρωμαϊκή… … Dictionary of Greek